στηθοσκόπηση

στηθοσκόπηση
[-ις (-εως)], στηθοσκοπία η мед. стетоскопия, выслушивание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "στηθοσκόπηση" в других словарях:

  • στηθοσκόπηση — στηθοσκόπηση, η και στηθοσκοπία, η εξέταση του ασθενούς με το στηθοσκόπιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στηθοσκόπηση — η, Ν [στηθοσκοπώ] ιατρ. η εξέταση τής λειτουργίας τών οργάνων τού θώρακα με το στηθοσκόπιο …   Dictionary of Greek

  • στηθοσκοπικός — ή, ό, Ν [στηθοσκοπώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στηθοσκόπηση. επίρρ... στηθοσκοπικώς και στηθοσκοπικά Ν με στηθοσκόπηση …   Dictionary of Greek

  • στηθοσκοπία — η, Ν ιατρ. στηθοσκόπηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stethoscopy (< στήθος + σκοπία < σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Θ. Ν. Φιλαδελφέα] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»